κατακρήμνισις

κατακρήμνισις
(-εως) η
1) низвержение, сбрасывание вниз; 2) разрушение до основания; 3) хим. осаждение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κατακρήμνισις" в других словарях:

  • κατακρήμνιση — Χημική μέθοδος, κατά την οποία μία διαλυμένη ουσία διαχωρίζεται από τα άλλα χημικά συστατικά του διαλύματος με τη μορφή δυσδιάλυτης ένωσης, όταν προστεθεί στο διάλυμα το κατάλληλο αντιδραστήριο. * * * η 1. η ρίψη ενός πράγματος στον γκρεμό 2. η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»