- κατακρήμνισις
- (-εως) η1) низвержение, сбрасывание вниз; 2) разрушение до основания; 3) хим. осаждение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατακρήμνιση — Χημική μέθοδος, κατά την οποία μία διαλυμένη ουσία διαχωρίζεται από τα άλλα χημικά συστατικά του διαλύματος με τη μορφή δυσδιάλυτης ένωσης, όταν προστεθεί στο διάλυμα το κατάλληλο αντιδραστήριο. * * * η 1. η ρίψη ενός πράγματος στον γκρεμό 2. η… … Dictionary of Greek